κουρδιστήρι

κουρδιστήρι
και κουρντιστήρι, το [κουρδίζω]
1. όργανο για το κούρδισμα μουσικών οργάνων
2. ειδικό συστρεφόμενο εξάρτημα που χρησιμεύει για τη συσπείρωση τού ελατηρίου ρολογιού ή άλλης μηχανής εφοδιασμένης με ελατήριο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κουρδιστήρι — το ειδικό εργαλείο για το κούρδισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουρδίζω — και κουρντίζω και κορδίζω και χορδίζω (Μ κορδίζω) τεντώνω τις χορδές μουσικού οργάνου στον τόνο που χρειάζεται νεοελλ. 1. συσπειρώνω με το κουρδιστήρι το ελατήριο ρολογιού ή άλλης μηχανικής συσκευής 1. πειράζω κάποιον και τόν κάνω να θυμώσει,… …   Dictionary of Greek

  • χορδιστήρι(ον) — το, Ν το κουρδιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορδίζω + επίθημα τήρι (πρβλ. ξυπνη τήρι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”